- σβαρνίζω
- και σβαρνώ, -άω, Ν [σβάρνα]1. θρυμματίζω τους βώλους τού χώματος με την σβάρνα, βωλοκοπώ2. μτφ. α) περιστρέφω κάτι με ταχύτηταβ) (ιδίως σχετικά με άνθρωπο) κυλώ κάποιον καταγής, σύρω, παρασύρω («τόν έπιασε από τον λαιμό και τόν σβάρνισε κάτω»).
Dictionary of Greek. 2013.